Σε αυτό απαντά ο κλινικός διαιτολόγος, εκπρόσωπος του Πανελληνίου Συλλόγου Διαιτολόγων-Διατροφολόγων κ. Κ. Ξένος ότι: δεν πρόκειται για μύκητες, αλλά για τα προϊόντα μεταβολισμού των μυκήτων, τις αφλατοξίνες. Αυτές μπορεί να υπάρχουν σε όλους τους ξηρούς καρπούς - λόγω κακής συντήρησης και αποθήκευσης- αλλά συχνότερα έχουν βρεθεί στα φιστίκια.
Μπορεί να προκαλέσουν από απλή διάρροια έως και θάνατο, ανάλογα με την ποσότητα ξηρών καρπών που θα καταναλώσει κανείς. Το καλό ψήσιμο των καρπών (λ.χ. μέσα σε ένα γλυκό ή φαγητό) καταστρέφει τις τοξίνες. Το καβούρντισμα, όμως, που συνήθως γίνεται, δεν τις καταστρέφει.
Ένας τρόπος που εξασφαλίζει τους καταναλωτές από αυτόν τον κίνδυνο, είναι να επιλέγουν συσκευασμένους ξηρούς καρπούς μεγάλων εταιρειών (και όχι χύμα), γιατί κατά τη διαδικασία επεξεργασίας και συσκευασίας οι ξηροί καρποί καθαρίζονται και ελέγχονται.
ΔΙΑΦΩΝΩ με την τελευταία θέση του κλινικού διαιτολόγου, σχετικά με τους συσκευασμένους ξηρούς καρπούς μεγάλων εταιρειών και σε αυτό φαίνεται να συνηγορούν και τα αποτελέσματα των ελέγχων.
Οι μήκυτες εισέρχονται στον καρπό στο χωράφι, ειδικά αν μεσολαβήσει μεγάλο διάστημα (και βροχερός καιρός) από τη στιγμή που θα ανοίξουν τα φιστίκια μέχρι την συγκομιδή και στέγνωμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι αφλατοξίνες παράγονται αν οι καρποί δεν ξηρανθούν καλά (υγρασία < 7-10%) και αποθηκευτούν σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας ή/και υγρασίας που ευνοούν την δράση των μηκύτων. Αυτό φυσικά ισχύει για πολλά γεωργικά προϊόντα και δεν αφορά μόνο τα φιστίκια. (βλ. σχετικό άρθρο του Χημικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών).
Ο κύριος Νίκος Κουνάδης στέλεχος του Συνεταιρισμού Φιστικοπαραγωγών Αίγινας σε συνέντευξή του στο Aegina Portal επεσήμανε ότι: «στην περίπτωση της Αίγινας [2005] οι αφλατοξίνες δεν σχετίζονται με κακή συντήρηση, όπως μπορεί να συμβαίνει για παράδειγμα σε εισαγόμενα κελυφωτά φιστίκια πχ του Ιράν, αλλά είναι πρωτογενούς φύσεως και σχετίζονται κυρίως με την εγκατάλειψη δένδρων, την έντονη οικιστική ανάπτυξη του νησιού με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της καλλιέργειας ή άλλους ειδικούς παράγοντες όπως τις χρονιές με έντονες εντομολογικές προσβολές». Με αυτό το θέμα ασχολήθηκε φαίνεται και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά δεν βρήκα κάποια σχετική δημοσίευση .
Ο κύριος Νίκος Κουνάδης στέλεχος του Συνεταιρισμού Φιστικοπαραγωγών Αίγινας σε συνέντευξή του στο Aegina Portal επεσήμανε ότι: «στην περίπτωση της Αίγινας [2005] οι αφλατοξίνες δεν σχετίζονται με κακή συντήρηση, όπως μπορεί να συμβαίνει για παράδειγμα σε εισαγόμενα κελυφωτά φιστίκια πχ του Ιράν, αλλά είναι πρωτογενούς φύσεως και σχετίζονται κυρίως με την εγκατάλειψη δένδρων, την έντονη οικιστική ανάπτυξη του νησιού με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της καλλιέργειας ή άλλους ειδικούς παράγοντες όπως τις χρονιές με έντονες εντομολογικές προσβολές». Με αυτό το θέμα ασχολήθηκε φαίνεται και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά δεν βρήκα κάποια σχετική δημοσίευση .
Το μυστικό νομίζω ότι είναι ότι ο παραγωγός που θέλει και μπορεί να τα αποθηκεύσει για να τα πουλήσει σταδιακά θα τα ξηράνει πολύ καλά για να τα διατηρήσει, (5-6% υγρασία) ενώ αυτός που σκοπεύει να πουλήσει αμέσως στον έμπορο θα φροντίσει να μην τα ξεράνει πάνω απο το ζητούμενο (12% υγρασία) για να μην χάσει βάρος.
Μια βιομηχανία που επεξεργάζεται εκατομμύρια κιλά ξηρών καρπών, που παραλαμβάνει χύμα σε κονταίινερ (από το Ιράν, Συρία ή ΗΠΑ) και αποθηκεύει σε σιλό (δείτε πως τα διατηρούν - Aluminum Phosphide, a fumigant) δεν μπορεί να ελέγχει το ίδιο καλά τους καρπούς όσο ένας μικρός παραγωγός που θα περάσει ένα ένα τα φιστίκια από τα χέρια του τουλάχιστον 3 φορές (καθάρισμα, στέγνωμα, διαλογή ανοικτών κλειστών, ...), δοκιμάζοντας συγχρόνως τη γεύση τους όπου έχει αμφιβολίες; Σε αυτό προστίθεται και το γεγονός ότι ο έμπορος έχει πολλούς λόγους να προσπαθήσει να αποφύγει τον έλεγχο σε ύποπτα προϊόντα. (βλ. άρθρο "Μαύρη λίστα" με εισαγωγείς ακατάλληλων προϊόντων εφημερίδας Αγγελιοφόρος, 4/12/2009).
Οι παραγωγοί αποθηκεύουν το προϊόν για μικρό διάστημα, κυρίως από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο του επόμενου έτους, σε τσουβάλια μέσα σε ψυχρές και καλά αεριζόμενες αποθήκες ενώ όσοι κρατάνε προϊόν όλο το χρόνο φροντίζουν να μπεί σε ψυγείο από τον Μάιο και μετά. Ας μην ξεχνάμε και το γεγονός ότι οι πελάτες τους είναι λίγο-πολύ οι ίδιοι γνωστοί, ιδιώτες ή μεταποιητές, κάθε χρόνο και δεν έχει δεύτερη ευκαιρία για τόσο σοβαρά θέματα υγείας, για το συμφέρον όλων.
Οι παραγωγοί αποθηκεύουν το προϊόν για μικρό διάστημα, κυρίως από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο του επόμενου έτους, σε τσουβάλια μέσα σε ψυχρές και καλά αεριζόμενες αποθήκες ενώ όσοι κρατάνε προϊόν όλο το χρόνο φροντίζουν να μπεί σε ψυγείο από τον Μάιο και μετά. Ας μην ξεχνάμε και το γεγονός ότι οι πελάτες τους είναι λίγο-πολύ οι ίδιοι γνωστοί, ιδιώτες ή μεταποιητές, κάθε χρόνο και δεν έχει δεύτερη ευκαιρία για τόσο σοβαρά θέματα υγείας, για το συμφέρον όλων.
Σημειώνω επίσης ότι οι βιομηχανίες προπαθούν να εντοπίσουν τα προβληματικά φιστίκια αυτόματα, με οπτικές μεθόδους που ελέγχουν κυρίως το χρώμα του κελύφους και δεν ξέρω αν έχουν εγγυημένη επιτυχία. Εξάλλου δεν είμαι σίγουρος ότι πετάνε τους ύποπτους καρπούς και ότι δεν τους διαβαθμίζουν σε χαμηλότερη κατηγορία ποιότητας και τιμής ή δεν βγάζουν την ψίχα την καθαρίζουν και την πουλάνε ως ψίχα χωρίς κέλυφος.
Η αλήθεια είναι ότι από τη στιγμή που θα συσκευαστούν αεροστεγώς ή σε άζωτο, ο κίνδυνος μειώνεται, αρκεί το προϊόν να ήταν σε καλή κατάσταση πριν συσκευαστεί.
Κάθε φορά που αγγίζω αυτό το θέμα μου γεννάται το ερώτημα αν μπορεί ένας μικρός παραγωγός να ξέρει αν τα φιστίκια του έχουν αφλατοξίνες όταν τα δίνει σε φίλους και γνωστούς ή τα παραδίδει στο έμπορο. Η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία δειγματοληψίας, ανάλυσης (HPLC) κ.λ.π. (μετά από συζήτηση και με το Γενικό Χημείο το 2007) είναι εφαρμόσιμη μόνο για μεγάλες ποσότητες έχει υψηλό κόστος και αφορά κυρίως τους εισαγωγείς - εξαγωγείς.
Η αλήθεια είναι ότι από τη στιγμή που θα συσκευαστούν αεροστεγώς ή σε άζωτο, ο κίνδυνος μειώνεται, αρκεί το προϊόν να ήταν σε καλή κατάσταση πριν συσκευαστεί.
Κάθε φορά που αγγίζω αυτό το θέμα μου γεννάται το ερώτημα αν μπορεί ένας μικρός παραγωγός να ξέρει αν τα φιστίκια του έχουν αφλατοξίνες όταν τα δίνει σε φίλους και γνωστούς ή τα παραδίδει στο έμπορο. Η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία δειγματοληψίας, ανάλυσης (HPLC) κ.λ.π. (μετά από συζήτηση και με το Γενικό Χημείο το 2007) είναι εφαρμόσιμη μόνο για μεγάλες ποσότητες έχει υψηλό κόστος και αφορά κυρίως τους εισαγωγείς - εξαγωγείς.
Υπάρχει άραγε κάποιος άλλος τρόπος, έστω και ενδεικτικός, για τους μικρούς παραγωγούς που διαθέτουν μικροποσότητες στην εγχώρια αγορά; (ερώτημα προς διερεύνηση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου